- προχρώ
- -άω, ΜΑμσν.προχωρώ, εξελίσσομαιαρχ.δανείζω, προκαταβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + χρῶ, χρῶμαι «δανείζω, δανείζομαι, χρησιμοποιώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόχρησις — ήσεως, ἡ, Α [προχρῶ / προχρῶμαι] 1. χρήση κατά προτίμηση 2. δάνειο … Dictionary of Greek